- τετραέλικτος
- -ον, Α1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.